σημών

σημών
σημών, , [dialect] Lacon. for θημών, EM711.16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σήμων — Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. 1. Ζωγράφος του 6ου π.Χ. αι., που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την απεικόνιση ζώων. 2. Σφραγιδογλύφος, του οποίου ένας έγγλυπτος σκαραβαίος από αχάτη σώζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Αν. Βερολίνου. Άκμασε… …   Dictionary of Greek

  • Σήμων — Σῆμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”